Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η συζήτηση

  • 1 görüşme

    συζήτηση, συνομιλία, (anlasma) συνεννόηση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > görüşme

  • 2 görüşülme

    συζήτηση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > görüşülme

  • 3 laflama

    συζήτηση, κουβέντα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > laflama

  • 4 söyleşme

    συζήτηση, συνομιλία, διάλογος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > söyleşme

  • 5 conversation

    συζήτηση

    Dictionnaire Français-Grec > conversation

  • 6 débat

    συζήτηση

    Dictionnaire Français-Grec > débat

  • 7 discussion

    συζήτηση

    Dictionnaire Français-Grec > discussion

  • 8 debata

    συζήτηση

    Česká-řecký slovník > debata

  • 9 diskuse

    συζήτηση

    Česká-řecký slovník > diskuse

  • 10 disputace

    συζήτηση

    Česká-řecký slovník > disputace

  • 11 projednání

    συζήτηση

    Česká-řecký slovník > projednání

  • 12 rokování

    συζήτηση

    Česká-řecký slovník > rokování

  • 13 debate

    συζήτηση

    English-Greek new dictionary > debate

  • 14 discussion

    συζήτηση

    English-Greek new dictionary > discussion

  • 15 debata

    συζήτηση

    Słownik polsko-grecki > debata

  • 16 dyskusja

    συζήτηση

    Słownik polsko-grecki > dyskusja

  • 17 беседа

    беседа ж η συνομιλία, η συζήτηση, η κουβέντα; дружеская - η φιλική συζήτηση
    * * *
    ж
    η συνομιλία, η συζήτηση, η κουβέντα

    дру́жеская бесе́да — η φιλική συζήτηση

    Русско-греческий словарь > беседа

  • 18 разговор

    разговор
    м ἡ συζήτηση [-ις], ἡ «ουνομι-λία, ἡ κουβέντα, ἡ συνδιάλεξη [-ις]:
    дружеский \разговор ἡ φιλική συζήτηση· телефонный \разговор ἡ τηλεφωνική συνδιάλεξη· вести \разговор συνομιλώ· заводить (вступать в) \разговор ἀνοίγω (πιάνω) συζήτηση· переводить \разговор на другое ἀλλάζω κουβέντα· обрывать \разговор διακόπτω τήν συζήτηση· без лишних \разговоров χωρίς περιττές κουβέντες· и \разговора об этом не было δέν ἐγινε κάν λογος γι ' αὐτό· только и \разговору что об этом εἶναι τό μοναδικό θέμα συζήτησης· верну́ться к \разговору о чем-л. ἐπανέρχομαι σέ κάποιο ζήτημα· ◊ быть предметом \разговора εἶμαι τό θέμα τής συζήτησης.

    Русско-новогреческий словарь > разговор

  • 19 разговор

    α.
    1. συνομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη• διάλογος• συζήτηση•

    длинный μακρά συνομιλία•

    короткий разговор βραχεία (σύντομη) συνομιλία•

    прервать разговор κόβω (σταματώ) την κουβέντα•

    переменить разговор αλλάζω την κουβέντα• γυρίζω (στρέφω) αλλού την κουβέντα ή τη συζήτηση•

    вести разговор συνομιλώ, κουβεντιάζω•

    вступить в разговор παίρνω μέρος στη συνομιλία•

    разговор между адвокатом и доктором διάλογος μεταξύ δικηγόρου και γιατρού•

    возобновить επαναλαβαινω τη συνομιλία•

    телефонный разговор τηλεφωνική συνδιάλεξη.

    2. πλθ. -ры παλ. βλ. разговорник.
    εκφρ.
    без -ов – χωρίς κουβέντες (να μη χάνομε καιρό)•
    и -а (разговору) нет ή не может быть – α) ούτε συζήτηση (κουβέντα) δε γίνεται ή δε χωράει καμιά συζήτηση. β) συμφωνώ απόλυτα.

    Большой русско-греческий словарь > разговор

  • 20 спор

    спор
    м ἡ συζήτηση [-ις], ἡ λογομαχία, ἡ διαμάχη/ юр. ἡ διαφορά:
    затеять \спор ἀρχίζω συζήτηση· ◊ \спору нет ἀναμφίβολα, χωρίς συζήτηση.

    Русско-новогреческий словарь > спор

См. также в других словарях:

  • συζήτηση — η ανταλλαγή γνωμών, διάλογος: Δεν τελείωσε η συζήτηση για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης σε μια συνεδρίαση της βουλής. – Απαγορεύτηκαν οι πολιτικές συζητήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συζήτηση — η / συζήτησις, ήσεως, ΝΜΑ [συζητῶ] 1. ανταλλαγή γνωμών πάνω σε ένα ζήτημα, η από κοινού εξέταση ενός θέματος μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων για την επίλυσή του 2. ζωηρός διάλογος, αντιλογία (α. «πολλῆς δὲ συζητήσεως γενομένης ἀναστὰς Πέτρος… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… …   Dictionary of Greek

  • λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …   Dictionary of Greek

  • πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… …   Dictionary of Greek

  • συζητητικός — ή, ό / συζητητικός, ή, όν, ΝΑ [συζητῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συζήτηση («συζητητικὸς τρόπος» ο τρόπος διεξαγωγής συζήτησης, Φιλόδ.) νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει διαλεκτική δεινότητα, ικανός ή επιδέξιος στη συζήτηση 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • αντιλογία — Η αντίρρηση, η αυθάδεια, το αντιμίλημα, αλλά και η αντίφαση, η συζήτηση, η εξέταση μιας υπόθεσης. (Φιλοσ.) Ο νόμος της α. ή αντίφασης, μαζί με τον νόμο της ταυτολογίας και τον νόμο του αποκλειόμενου τρίτου, αποτελούν τους τρεις απλούς νόμους της… …   Dictionary of Greek

  • γυναικοκουβέντα — η 1. συζήτηση μεταξύ γυναικών 2. μικροπρεπής συζήτηση ή ανόητη, αθεμελίωτη πληροφορία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»